Ο πυρετός, ωστόσο, μπορεί να εκδηλωθεί και ως παρενέργεια φαρμάκων ή να υποδηλώνει ένα σοβαρότερο νόσημα. Σε κάθε περίπτωση πάντως, όταν η εμπύρετη κατάσταση διαρκεί περισσότερο από μια εβδομάδα, απαιτείται η επίσκεψη στον ειδικό.
Ο κύριος Ανδρέας Κωνσταντίνου, Διευθυντής Παθολογικής Κλινικής, εξηγεί πότε έχουμε πυρετό, ποιο θερμόμετρο καταγράφει καλύτερα την θερμοκρασία του σώματος αλλά και πώς αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά οι εμπύρετες καταστάσεις.
• Ο πυρετός αποτελεί φυσιολογική αντίδραση του οργανισμού. Ο πυρετός αποτελεί μια φυσιολογική αντίδραση του οργανισμού σε διάφορα ερεθίσματα, όπως στα μικρόβια, τους ιούς, τους μύκητες, τα πρωτόζωα, τις ανοσολογικές αντιδράσεις, σε διάφορα φάρμακα. Όταν ένας υγιής οργανισμός έλθει σε επαφή με έναν από αυτούς τους παράγοντες θα αντιδράσει με αποτέλεσμα την εμφάνιση πυρετού.
• Έχουμε πυρετό όταν η θερμοκρασία του σώματος ξεπερνά τους 37 βαθμούς Κελσίου. Πυρετό έχουμε όταν η μέτρηση της θερμοκρασίας της μασχάλης ξεπερνά τους 37.6ο C – 37.8ο C, της στοματικής κοιλότητας τους 37.8ο C και του ορθού τους 38.2ο C. Οι τιμές αυτές αφορούν τους εφήβους και τους ενήλικες ενώ για τους υπερήλικες και τα βρέφη τα όρια διαφέρουν: θερμοκρασία άνω των 37.4ο C για τους υπερήλικες και άνω των 38.5ο C για τα βρέφη υποδηλώνει πυρετό. Θερμοκρασίες του σώματος που κυμαίνονται μεταξύ 36.8ο C- 37.5ο C είναι γνωστές ως ‘δέκατα’, που όταν διαρκούν περισσότερο από 3 εβδομάδες χρήζουν ελέγχου, καθώς μπορεί να οφείλονται σε λοιμώξεις, χρόνια νοσήματα ή υψηλού δυναμικού νοσήματα (νεοπλάσματα, λεμφώματα, κ.λ.π.)
• Τα ηλεκτρονικά θερμόμετρα είναι πιο ακριβή στην μέτρηση της θερμοκρασίας σώματος.Σήμερα, γίνεται ευρεία χρήση ηλεκτρονικών θερμομέτρων, με τα οποία μπορεί να γίνει μέτρηση της θερμοκρασίας στο αυτί, στο ορθό και την περιοχή της κροταφικής αρτηρίας. Η χρήση τους είναι απλή, ταχεία και δεν επηρεάζεται από παράγοντες όπως ιδρώτας, αγγειακή κυκλοφορία και συνεργασία του ασθενούς. Είναι επίσης το πιο κατάλληλο θερμόμετρο για τη μέτρηση του πυρετού στα παιδιά.
• Ο πυρετός που διαρκεί περισσότερο τέσσερις ημέρες είναι ανησυχητικός. Οι συνήθεις πυρετοί από ιογενείς λοιμώξεις διαρκούν 3-5 ημέρες. Ο πυρετός που διαρκεί περισσότερο από μια εβδομάδα χρήζει ελέγχου από ειδικούς, ενώ όταν διαρκεί περισσότερο από 3 εβδομάδες χαρακτηρίζεται ως πυρετός αγνώστου αιτιολογίας. Ως πυρετός αγνώστου αιτιολογίας χαρακτηρίζεται επίσης και κάθε πυρετός μεγαλύτερος των επτά ημερών, που στο διάστημα αυτό ο ασθενής έχει υποβληθεί στον βασικό εργαστηριακό έλεγχο (γενική αίματος, βιοχημικός έλεγχος, ακτινογραφίες).
• Πυρετός που συνοδεύεται από έντονη συμπτωματολογία υποδηλώνει κάποιο άλλο νόσημα. Σε αυτή την περίπτωση, συνήθως υποδηλώνεται μικροβιακή λοίμωξη. Ο υψηλός πυρετός που συνοδεύεται από πονοκέφαλο είναι ύποπτος για μηνιγγίτιδα, ο πυρετός που συνυπάρχει με βήχα υποδηλώνει πνευμονία, ενώ ο πυρετός που συνδυάζεται με ρινική συμφόρηση, αρθραλγίες και μυαλγίες υπάρχει στις ιογενείς λοιμώξεις. Τέλος, πυρετός που συνοδεύεται από διάρροια, εμετούς και κοιλιακό άλγος αποτελεί ύποπτο εύρημα για σκωληκοειδίτιδα, χολοκυστίτιδα και γαστρεντερίτιδα.
• Ορισμένα φάρμακα προκαλούν πυρετό. Μια σημαντική κατηγορία στον πυρετό αγνώστου αιτιολογίας είναι ο πυρετός από φάρμακα. Οι κατηγορίες των φαρμάκων που προκαλούν πυρετό είναι τα αντιβιοτικά, τα βαρβιτουρικά, τα υπακτικά, η αλλοπουρινόζη, τα αντιεπιληπτικά.
• Ο πυρετός αντιμετωπίζεται μόνο με αντιπυρετικά φάρμακα. Εκτός από τη χρήση αντιπυρετικών φαρμάκων, όπως παρακεταμόλης, ασπιρίνης, μη στεροειδών αντιφλεγμονώδων φαρμάκων και κορτιζόνης, ο πυρετός μπορεί να αντιμετωπιστεί και με τη χρήση ψυχρών επιθεμάτων, επιθεμάτων πάγου σε μασχάλες και βουβώνες καθώς και με τη χορήγηση κρύων υγρών. Σημαντική είναι και η χορήγηση υδαρών και ελαφρών τροφών (φτωχών σε λιπαρά), η διαμονή σε δροσερό περιβάλλον καθώς και το μπάνιο με νερό στη θερμοκρασία του σώματος.
• Η χρήση οινοπνεύματος βοηθά στην ελάττωση του πυρετού. Η χρήση οινοπνεύματος από μόνη της δεν βοηθά στην ελάττωση του πυρετού. Λόγω της μη απορρόφησης του οινοπνεύματος από το δέρμα είναι σκόπιμο να αναμειγνύεται με νερό ώστε να αυξάνεται η απορρόφηση από το σώμα του υγρού μείγματος και να ελαττώνεται η θερμοκρασία του σώματος.