Υπολογίζεται ότι 40-50% των γυναικών και 12% των ανδρών θα εμφανίσουν ένα τουλάχιστον επεισόδιο ουρολοιμώξεως κατά τη διάρκεια της ζωής τους, επισημαίνει ο κ. Ηρακλής Πούλιας, διευθυντής του Ουρολογικού Τμήματος στο Νοσοκομείο «Ερυθρός Σταυρός».
Όπως εξηγεί, υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν υπάρχουν μικρόβια στο ουροποιητικό σύστημα, το οποίο περιλαμβάνει τα νεφρά, τους ουρητήρες, την ουροδόχο κύστη και την ουρήθρα.
Όταν όμως μικροοργανισμοί εισέρχονται και πολλαπλασιάζονται μέσα στο ουροποιητικό σύστημα, τότε προκαλείται ουρολοίμωξη. Ανάλογα με το τμήμα που προσβάλλεται, οι λοιμώξεις του ουροποιητικού διακρίνονται σε:
• Οξεία πυελονεφρίτιδα. Η λοίμωξη έχει προσβάλλει το νεφρό. Είναι η σοβαρότερη μορφή ουρολοίμωξης και αν αφεθεί χωρίς αντιμετώπιση μπορεί να είναι επικίνδυνη ακόμα και για τη ζωή του ασθενή.
• Κυστίτιδα. Η λοίμωξη περιορίζεται στην ουροδόχο κύστη. Είναι η συχνότερη μορφή ουρολοιμώξεως.
• Ουρηθρίτιδα. Η λοίμωξη περιορίζεται στην ουρήθρα.
Οι λοιμώξεις του ουροποιητικού συνήθως δημιουργούνται από μικρόβια της εντερικής χλωρίδας, τα οποία εισέρχονται αρχικά στην ουρήθρα και από εκεί μπορεί να μετακινηθούν προς την ουροδόχο κύστη ή και το νεφρό. Στη μεγάλη πλειοψηφία των ουρολοιμώξεων ο υπεύθυνος μικροοργανισμός είναι το κολοβακτηρίδιο (E. coli).
Περί το 20% των υγιών γυναικών που νοσούν από ουρολοίμωξη θα εμφανίσουν μία ή περισσότερες υποτροπές (συνηθέστατα πρόκειται για κυστίτιδες).
Οι υποτροπές οφείλονται κατά κανόνα σε νέα λοίμωξη και όχι σε ανεπαρκή θεραπεία προηγούμενης λοιμώξεως. Παράγοντες που ευνοούν τις υποτροπές είναι η έντονη σεξουαλική δραστηριότητα, η χρήση σπερματοκτόνων, καθώς και γενετικοί παράγοντες.
Όπως εξηγεί, υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν υπάρχουν μικρόβια στο ουροποιητικό σύστημα, το οποίο περιλαμβάνει τα νεφρά, τους ουρητήρες, την ουροδόχο κύστη και την ουρήθρα.
Όταν όμως μικροοργανισμοί εισέρχονται και πολλαπλασιάζονται μέσα στο ουροποιητικό σύστημα, τότε προκαλείται ουρολοίμωξη. Ανάλογα με το τμήμα που προσβάλλεται, οι λοιμώξεις του ουροποιητικού διακρίνονται σε:
• Οξεία πυελονεφρίτιδα. Η λοίμωξη έχει προσβάλλει το νεφρό. Είναι η σοβαρότερη μορφή ουρολοίμωξης και αν αφεθεί χωρίς αντιμετώπιση μπορεί να είναι επικίνδυνη ακόμα και για τη ζωή του ασθενή.
• Κυστίτιδα. Η λοίμωξη περιορίζεται στην ουροδόχο κύστη. Είναι η συχνότερη μορφή ουρολοιμώξεως.
• Ουρηθρίτιδα. Η λοίμωξη περιορίζεται στην ουρήθρα.
Οι λοιμώξεις του ουροποιητικού συνήθως δημιουργούνται από μικρόβια της εντερικής χλωρίδας, τα οποία εισέρχονται αρχικά στην ουρήθρα και από εκεί μπορεί να μετακινηθούν προς την ουροδόχο κύστη ή και το νεφρό. Στη μεγάλη πλειοψηφία των ουρολοιμώξεων ο υπεύθυνος μικροοργανισμός είναι το κολοβακτηρίδιο (E. coli).
Περί το 20% των υγιών γυναικών που νοσούν από ουρολοίμωξη θα εμφανίσουν μία ή περισσότερες υποτροπές (συνηθέστατα πρόκειται για κυστίτιδες).
Οι υποτροπές οφείλονται κατά κανόνα σε νέα λοίμωξη και όχι σε ανεπαρκή θεραπεία προηγούμενης λοιμώξεως. Παράγοντες που ευνοούν τις υποτροπές είναι η έντονη σεξουαλική δραστηριότητα, η χρήση σπερματοκτόνων, καθώς και γενετικοί παράγοντες.
Παράγοντες κινδύνου
Υπάρχουν κάποιες ομάδες ασθενών στους οποίους οι ουρολοιμώξεις εμφανίζονται συχνότερα και θεραπεύονται δυσκολότερα. Παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο ουρολοιμώξεων είναι:
• Αποφρακτικές και ανατομικές παθήσεις του ουροποιητικού (υπερτροφία προστάτη, στενώματα ουρήθρας, κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση).
• Παθήσεις των νεφρών (νεφρολιθίαση, πολυκυστικοί νεφροί).
• Παθήσεις της ουροδόχου κύστης (εκκολπώματα, όγκοι).
• Η παρουσία ξένων σωμάτων (ουροκαθετήρας).
• Κάθε πρόσφατη επέμβαση στο ουροποιητικό σύστημα.
• Η νευρογενής (άτονη) κύστη που παρατηρείται σε ασθενείς με νευρολογικά προβλήματα (πολλαπλή σκλήρυνση, παραπληγία).
• Η κύηση.
• Ο σακχαρώδης διαβήτης.
• Η λήψη κορτιζόνης και φαρμάκων που καταστέλλουν το ανοσοποιητικό σύστημα.
• Ηλικία άνω των 65 ετών.
Υπάρχουν κάποιες ομάδες ασθενών στους οποίους οι ουρολοιμώξεις εμφανίζονται συχνότερα και θεραπεύονται δυσκολότερα. Παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο ουρολοιμώξεων είναι:
• Αποφρακτικές και ανατομικές παθήσεις του ουροποιητικού (υπερτροφία προστάτη, στενώματα ουρήθρας, κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση).
• Παθήσεις των νεφρών (νεφρολιθίαση, πολυκυστικοί νεφροί).
• Παθήσεις της ουροδόχου κύστης (εκκολπώματα, όγκοι).
• Η παρουσία ξένων σωμάτων (ουροκαθετήρας).
• Κάθε πρόσφατη επέμβαση στο ουροποιητικό σύστημα.
• Η νευρογενής (άτονη) κύστη που παρατηρείται σε ασθενείς με νευρολογικά προβλήματα (πολλαπλή σκλήρυνση, παραπληγία).
• Η κύηση.
• Ο σακχαρώδης διαβήτης.
• Η λήψη κορτιζόνης και φαρμάκων που καταστέλλουν το ανοσοποιητικό σύστημα.
• Ηλικία άνω των 65 ετών.
Συμπτώματα
Στην κυστίτιδα, το συχνότερο σύμπτωμα είναι τα λεγόμενα δυσουρικά ενοχλήματα. Ο ασθενής νοιώθει την ανάγκη να ουρεί συχνά, ενώ συνήθως αποβάλλει κάθε φορά πολύ μικρή ποσότητα ούρων. Υπάρχει πόνος ή κάψιμο κατά τη διάρκεια της ούρησης.
Τα ούρα είναι θολά, δύσοσμα και μπορεί να περιέχουν αίμα. Ο ασθενής πιθανόν να πονά χαμηλά στην κοιλιά (στην περιοχή της ουροδόχου κύστης). Συνήθως είναι απύρετος ή εμφανίζει δέκατα. Η διαφορική διάγνωση θα πρέπει να γίνει από τις λοιμώξεις του γεννητικού συστήματος, οι οποίες μπορεί να εκδηλώνονται με παρόμοια συμπτώματα.
Στην οξεία πυελονεφρίτιδα υπάρχει υψηλός πυρετός που συχνά συνοδεύεται από ρίγος. Ο ασθενής μπορεί να έχει πόνο στην περιοχή του νεφρού (δεξιά ή αριστερά λίγο πάνω από τη μέση). Πολύ συχνά υπάρχουν ναυτία και έμετοι. Μερικοί ασθενείς (όχι όλοι) μπορεί να εμφανίζουν και δυσουρικά ενοχλήματα.
Ιδιαίτερη προσοχή στα άτομα μεγάλης ηλικίας, όπου τα συμπτώματα είναι πολλές φορές άτυπα (υποθερμία, ανορεξία, λήθαργος, αλλαγή συμπεριφοράς).
Στην κυστίτιδα, το συχνότερο σύμπτωμα είναι τα λεγόμενα δυσουρικά ενοχλήματα. Ο ασθενής νοιώθει την ανάγκη να ουρεί συχνά, ενώ συνήθως αποβάλλει κάθε φορά πολύ μικρή ποσότητα ούρων. Υπάρχει πόνος ή κάψιμο κατά τη διάρκεια της ούρησης.
Τα ούρα είναι θολά, δύσοσμα και μπορεί να περιέχουν αίμα. Ο ασθενής πιθανόν να πονά χαμηλά στην κοιλιά (στην περιοχή της ουροδόχου κύστης). Συνήθως είναι απύρετος ή εμφανίζει δέκατα. Η διαφορική διάγνωση θα πρέπει να γίνει από τις λοιμώξεις του γεννητικού συστήματος, οι οποίες μπορεί να εκδηλώνονται με παρόμοια συμπτώματα.
Στην οξεία πυελονεφρίτιδα υπάρχει υψηλός πυρετός που συχνά συνοδεύεται από ρίγος. Ο ασθενής μπορεί να έχει πόνο στην περιοχή του νεφρού (δεξιά ή αριστερά λίγο πάνω από τη μέση). Πολύ συχνά υπάρχουν ναυτία και έμετοι. Μερικοί ασθενείς (όχι όλοι) μπορεί να εμφανίζουν και δυσουρικά ενοχλήματα.
Ιδιαίτερη προσοχή στα άτομα μεγάλης ηλικίας, όπου τα συμπτώματα είναι πολλές φορές άτυπα (υποθερμία, ανορεξία, λήθαργος, αλλαγή συμπεριφοράς).
Διάγνωση
Σε ασθενείς που εμφανίζουν ύποπτα συμπτώματα, η επιβεβαίωση της λοιμώξεως του ουροποιητικού συστήματος γίνεται με τη γενική και την καλλιέργεια των ούρων.
Τα ούρα συλλέγονται σε αποστειρωμένο δοχείο μετά από καλό πλύσιμο των έξω γεννητικών οργάνων με νερό και σαπούνι. Καλό είναι να εξετάζονται τα πρώτα πρωινά ούρα, τα οποία θα πρέπει να λαμβάνονται από το μέσο της ούρησης.
Τα ούρα θα πρέπει να αποστέλλονται στο Μικροβιολογικό Εργαστήριο το συντομότερο δυνατόν. Εναλλακτικά μπορούν να διατηρηθούν για λίγες μόνο ώρες στο ψυγείο (συντήρηση). Το αποτέλεσμα της γενικής εξέτασης ούρων είναι διαθέσιμο σε λίγες ώρες, και από τα ευρήματα της εξέτασης πιθανολογείται η ύπαρξη λοίμωξης.
Η καλλιέργεια, που θα επιβεβαιώσει τη διάγνωση, χρειάζεται ένα έως δύο εικοσιτετράωρα για να ολοκληρωθεί και, εάν βρεθεί κάποιο μικρόβιο, ακολουθεί ο έλεγχος της ευαισθησίας στα διάφορα αντιβιοτικά.
Η θεραπεία της ουρολοίμωξης θα πρέπει να ξεκινάει αμέσως μετά τη συλλογή των ούρων, πριν γίνουν γνωστά τα αποτελέσματα της καλλιέργειας. Όταν τα τελευταία είναι διαθέσιμα, μπορεί να χρειαστεί αλλαγή του αντιβιοτικού ανάλογα με την ευαισθησία του μικροβίου.
Καλό θα είναι επίσης γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, ιδιαίτερα αυτές που εμφανίζουν συχνές υποτροπές των ουρολοιμώξεων, να εξετάζονται και από το γυναικολόγο τους για αποκλεισμό γυναικολογικών προβλημάτων.
Οι άνδρες θα πρέπει, από το πρώτο κιόλας επεισόδιο ουρολοίμωξης, να απευθύνονται στον Ουρολόγο κυρίως για τον αποκλεισμό της προστατίτιδας. Από τις παρακλινικές εξετάσεις βασική σημασία έχει το υπερηχογράφημα των νεφρών, της ουροδόχου κύστης και του προστάτη ή των έσω γεννητικών οργάνων στις γυναίκες.
Άλλες εξετάσεις που γίνονται σε ειδικές περιπτώσεις είναι η ενδοφλέβια πυελογραφία, η αξονική τομογραφία και η κυστεοσκόπηση.
Σε ασθενείς που εμφανίζουν ύποπτα συμπτώματα, η επιβεβαίωση της λοιμώξεως του ουροποιητικού συστήματος γίνεται με τη γενική και την καλλιέργεια των ούρων.
Τα ούρα συλλέγονται σε αποστειρωμένο δοχείο μετά από καλό πλύσιμο των έξω γεννητικών οργάνων με νερό και σαπούνι. Καλό είναι να εξετάζονται τα πρώτα πρωινά ούρα, τα οποία θα πρέπει να λαμβάνονται από το μέσο της ούρησης.
Τα ούρα θα πρέπει να αποστέλλονται στο Μικροβιολογικό Εργαστήριο το συντομότερο δυνατόν. Εναλλακτικά μπορούν να διατηρηθούν για λίγες μόνο ώρες στο ψυγείο (συντήρηση). Το αποτέλεσμα της γενικής εξέτασης ούρων είναι διαθέσιμο σε λίγες ώρες, και από τα ευρήματα της εξέτασης πιθανολογείται η ύπαρξη λοίμωξης.
Η καλλιέργεια, που θα επιβεβαιώσει τη διάγνωση, χρειάζεται ένα έως δύο εικοσιτετράωρα για να ολοκληρωθεί και, εάν βρεθεί κάποιο μικρόβιο, ακολουθεί ο έλεγχος της ευαισθησίας στα διάφορα αντιβιοτικά.
Η θεραπεία της ουρολοίμωξης θα πρέπει να ξεκινάει αμέσως μετά τη συλλογή των ούρων, πριν γίνουν γνωστά τα αποτελέσματα της καλλιέργειας. Όταν τα τελευταία είναι διαθέσιμα, μπορεί να χρειαστεί αλλαγή του αντιβιοτικού ανάλογα με την ευαισθησία του μικροβίου.
Καλό θα είναι επίσης γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, ιδιαίτερα αυτές που εμφανίζουν συχνές υποτροπές των ουρολοιμώξεων, να εξετάζονται και από το γυναικολόγο τους για αποκλεισμό γυναικολογικών προβλημάτων.
Οι άνδρες θα πρέπει, από το πρώτο κιόλας επεισόδιο ουρολοίμωξης, να απευθύνονται στον Ουρολόγο κυρίως για τον αποκλεισμό της προστατίτιδας. Από τις παρακλινικές εξετάσεις βασική σημασία έχει το υπερηχογράφημα των νεφρών, της ουροδόχου κύστης και του προστάτη ή των έσω γεννητικών οργάνων στις γυναίκες.
Άλλες εξετάσεις που γίνονται σε ειδικές περιπτώσεις είναι η ενδοφλέβια πυελογραφία, η αξονική τομογραφία και η κυστεοσκόπηση.
Θεραπεία
Η απλή κυστίτιδα σε νέες υγιείς γυναίκες συνήθως αντιμετωπίζεται με τη χορήγηση κατάλληλου αντιβιοτικού για 3-7 ημέρες. Η διάρκεια της θεραπείας και η επιλογή του φαρμάκου που θα χορηγηθεί γίνεται από το θεράποντα γιατρό, ο οποίος θα αποφασίσει με βάση το ιστορικό της ασθενούς, την τυχόν πρόσφατη λήψη αντιβίωσης για οποιοδήποτε λόγο, την ύπαρξη αλλεργίας κ.λπ.
Τα αντιβιοτικά που συνήθως χρησιμοποιούνται είναι οι κινολόνες, οι κεφαλοσπορίνες και η κοτριμοξαζόλη. Τα συμπτώματα συνήθως υποχωρούν την πρώτη έως τρίτη ημέρα από την έναρξη της αντιβίωσης. Σε περίπτωση έντονου πόνου μπορεί να χορηγηθούν παυσίπονα, ενώ οι περισσότεροι συνιστούν άφθονη λήψη υγρών. Στους άντρες η θεραπεία της κυστίτιδας είναι 7-14 ημέρες.
Η οξεία πυελονεφρίτιδα είναι κατάσταση επικίνδυνη ακόμα και για τη ζωή του ασθενή, οπότε χρειάζεται άμεση ιατρική εξέταση και αντιμετώπιση. Εάν η θεραπεία καθυστερήσει υπάρχει επίσης κίνδυνος να δημιουργηθούν μόνιμες βλάβες στο ουροποιητικό σύστημα.
Η εισαγωγή στο νοσοκομείο επιβάλλεται όταν ο πυρετός είναι υψηλός και ο ασθενής επηρεασμένος, όταν υπάρχουν ναυτία και έμετοι (οπότε είναι αδύνατη η λήψη υγρών και φαρμάκων από το στόμα), όταν υπάρχει λίθος, μόνιμος ουροκαθετήρας ή απόφραξη σε κάποιο σημείο του ουροποιητικού και όταν ο ασθενής είναι ηλικιωμένος ή εμφανίζει και άλλα προβλήματα υγείας.
Ασθενείς που δεν βελτιώνονται μετά από δύο ημέρες εξωνοσοκομειακής αγωγής και έγκυες γυναίκες πρέπει επίσης να αντιμετωπίζονται στο νοσοκομείο.
Η θεραπεία γίνεται αρχικά με ενδοφλέβια αντιβιοτικά, μέχρι να πέσει ο πυρετός και να είναι δυνατή η λήψη φαρμάκων από το στόμα, οπότε η αγωγή συνεχίζεται στο σπίτι. Η συνολική διάρκεια αντιβίωσης στην πυελονεφρίτιδα είναι 15-20 ημέρες.
Είναι απαραίτητο ο ασθενής να λάβει όλη τη θεραπεία που του έχει συστηθεί, ακόμα και αν τα συμπτώματα έχουν εξαφανιστεί. Διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος υποτροπής. Δύο εβδομάδες μετά το πέρας της αντιβίωσης πολλοί συνιστούν επανάληψη της καλλιέργειας ούρων για να επιβεβαιωθεί η εκρίζωση του μικροβίου. Αυτό σήμερα δεν θεωρείται απαραίτητο, παρά μόνο σε ειδικές κατηγορίες ασθενών (π.χ. σε εγκυμοσύνη).
Η απλή κυστίτιδα σε νέες υγιείς γυναίκες συνήθως αντιμετωπίζεται με τη χορήγηση κατάλληλου αντιβιοτικού για 3-7 ημέρες. Η διάρκεια της θεραπείας και η επιλογή του φαρμάκου που θα χορηγηθεί γίνεται από το θεράποντα γιατρό, ο οποίος θα αποφασίσει με βάση το ιστορικό της ασθενούς, την τυχόν πρόσφατη λήψη αντιβίωσης για οποιοδήποτε λόγο, την ύπαρξη αλλεργίας κ.λπ.
Τα αντιβιοτικά που συνήθως χρησιμοποιούνται είναι οι κινολόνες, οι κεφαλοσπορίνες και η κοτριμοξαζόλη. Τα συμπτώματα συνήθως υποχωρούν την πρώτη έως τρίτη ημέρα από την έναρξη της αντιβίωσης. Σε περίπτωση έντονου πόνου μπορεί να χορηγηθούν παυσίπονα, ενώ οι περισσότεροι συνιστούν άφθονη λήψη υγρών. Στους άντρες η θεραπεία της κυστίτιδας είναι 7-14 ημέρες.
Η οξεία πυελονεφρίτιδα είναι κατάσταση επικίνδυνη ακόμα και για τη ζωή του ασθενή, οπότε χρειάζεται άμεση ιατρική εξέταση και αντιμετώπιση. Εάν η θεραπεία καθυστερήσει υπάρχει επίσης κίνδυνος να δημιουργηθούν μόνιμες βλάβες στο ουροποιητικό σύστημα.
Η εισαγωγή στο νοσοκομείο επιβάλλεται όταν ο πυρετός είναι υψηλός και ο ασθενής επηρεασμένος, όταν υπάρχουν ναυτία και έμετοι (οπότε είναι αδύνατη η λήψη υγρών και φαρμάκων από το στόμα), όταν υπάρχει λίθος, μόνιμος ουροκαθετήρας ή απόφραξη σε κάποιο σημείο του ουροποιητικού και όταν ο ασθενής είναι ηλικιωμένος ή εμφανίζει και άλλα προβλήματα υγείας.
Ασθενείς που δεν βελτιώνονται μετά από δύο ημέρες εξωνοσοκομειακής αγωγής και έγκυες γυναίκες πρέπει επίσης να αντιμετωπίζονται στο νοσοκομείο.
Η θεραπεία γίνεται αρχικά με ενδοφλέβια αντιβιοτικά, μέχρι να πέσει ο πυρετός και να είναι δυνατή η λήψη φαρμάκων από το στόμα, οπότε η αγωγή συνεχίζεται στο σπίτι. Η συνολική διάρκεια αντιβίωσης στην πυελονεφρίτιδα είναι 15-20 ημέρες.
Είναι απαραίτητο ο ασθενής να λάβει όλη τη θεραπεία που του έχει συστηθεί, ακόμα και αν τα συμπτώματα έχουν εξαφανιστεί. Διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος υποτροπής. Δύο εβδομάδες μετά το πέρας της αντιβίωσης πολλοί συνιστούν επανάληψη της καλλιέργειας ούρων για να επιβεβαιωθεί η εκρίζωση του μικροβίου. Αυτό σήμερα δεν θεωρείται απαραίτητο, παρά μόνο σε ειδικές κατηγορίες ασθενών (π.χ. σε εγκυμοσύνη).
Πρόληψη
Μέτρα που μπορεί να μειώσουν τον κίνδυνο υποτροπής των ουρολοιμώξεων είναι:
• Επαρκής πρόσληψη υγρών, ιδιαίτερα το καλοκαίρι.
• Συχνή κένωση της ουροδόχου κύστης, ιδιαίτερα μετά από σεξουαλική επαφή.
• Ειδικά για τις γυναίκες συνιστώνται: αποφυγή αντισύλληψης με σπερματοκτόνα, ιδίως αν παράλληλα χρησιμοποιείται και διάφραγμα. Πλύσιμο και σκούπισμα των γεννητικών οργάνων από εμπρός προς τα πίσω.
Τήρηση κανόνων υγιεινής κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής.
• Χρόνια λήψη αντιβίωσης: Σε ασθενείς με συχνές υποτροπές (πάνω από τρεις ανά έτος), μπορεί να χρειαστεί συνεχής λήψη κάποιου αντιβιοτικού σε μικρή δόση καθημερινά ή μέρα παρά μέρα για διάστημα που ποικίλλει από έξι μήνες μέχρι πολλά χρόνια. Στην περίπτωση που οι ουρολοιμώξεις εμφανίζονται μετά από σεξουαλική επαφή, πολλοί γιατροί συνιστούν τη λήψη κάποιας αντιβίωσης αμέσως μετά την επαφή.
Μέτρα που μπορεί να μειώσουν τον κίνδυνο υποτροπής των ουρολοιμώξεων είναι:
• Επαρκής πρόσληψη υγρών, ιδιαίτερα το καλοκαίρι.
• Συχνή κένωση της ουροδόχου κύστης, ιδιαίτερα μετά από σεξουαλική επαφή.
• Ειδικά για τις γυναίκες συνιστώνται: αποφυγή αντισύλληψης με σπερματοκτόνα, ιδίως αν παράλληλα χρησιμοποιείται και διάφραγμα. Πλύσιμο και σκούπισμα των γεννητικών οργάνων από εμπρός προς τα πίσω.
Τήρηση κανόνων υγιεινής κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής.
• Χρόνια λήψη αντιβίωσης: Σε ασθενείς με συχνές υποτροπές (πάνω από τρεις ανά έτος), μπορεί να χρειαστεί συνεχής λήψη κάποιου αντιβιοτικού σε μικρή δόση καθημερινά ή μέρα παρά μέρα για διάστημα που ποικίλλει από έξι μήνες μέχρι πολλά χρόνια. Στην περίπτωση που οι ουρολοιμώξεις εμφανίζονται μετά από σεξουαλική επαφή, πολλοί γιατροί συνιστούν τη λήψη κάποιας αντιβίωσης αμέσως μετά την επαφή.
Ουρολοιμώξεις στα παιδιά
Οι λοιμώξεις του ουροποιητικού στα παιδιά χρειάζονται προσοχή γιατί μπορεί να προκαλέσουν μόνιμες βλάβες στο ουροποιητικό τους σύστημα.
Ιδιαίτερο πρόβλημα υπάρχει στα μικρά παιδιά, όπου η επικοινωνία είναι δύσκολη και οι ουρολοιμώξεις μπορεί να εκδηλώνονται και με άτυπα συμπτώματα (ανησυχία, κλάμα, ανορεξία, έμετοι, καθυστέρηση ανάπτυξης). Έτσι η σωστή διάγνωση μπορεί να καθυστερήσει.
Παιδιά που εμφανίζουν υποτροπές θα πρέπει να ελέγχονται (με υπερήχους ή πυελογραφία) για ύπαρξη ανατομικών ανωμαλιών του ουροποιητικού συστήματος.
Οι λοιμώξεις του ουροποιητικού στα παιδιά χρειάζονται προσοχή γιατί μπορεί να προκαλέσουν μόνιμες βλάβες στο ουροποιητικό τους σύστημα.
Ιδιαίτερο πρόβλημα υπάρχει στα μικρά παιδιά, όπου η επικοινωνία είναι δύσκολη και οι ουρολοιμώξεις μπορεί να εκδηλώνονται και με άτυπα συμπτώματα (ανησυχία, κλάμα, ανορεξία, έμετοι, καθυστέρηση ανάπτυξης). Έτσι η σωστή διάγνωση μπορεί να καθυστερήσει.
Παιδιά που εμφανίζουν υποτροπές θα πρέπει να ελέγχονται (με υπερήχους ή πυελογραφία) για ύπαρξη ανατομικών ανωμαλιών του ουροποιητικού συστήματος.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ